- οἰσόκαρπον
- οἰσόκαρπον, τό,A the fruit of the οἶσος, Sch.Il.11.105, Eust.834.35.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οισόκαρπον — οἰσόκαρπον, τὸ (ΑΜ) ο καρπός τού φυτού οίσος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶσος «είδος ιτιάς» + καρπός (πρβλ. μηλό καρπον)] … Dictionary of Greek
οἰσόκαρπον — the fruit of the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)